-
1 κρατώ
(ε), κρατάω 1. μετ.1) держать (в разн. знач);κραττό παιδί απ' το χέρι — держать ребёнка за руку;
κρατώ τό μολύβι — держать карандаш;
(δεν) κρατώ απάνω μου ( — не) держать при себе;
κρατώ διαμέρισμα με τρία δωμάτια — иметь квартиру из трёх комнат;
αυτός κρατάει τα κλειδιά τού μαγαζιού — он держит ключи от магазина у себя;
κρατώ ενήμερον κάποιον — держать кого-л. в курсе дела;
κρατώ σε αυστηρή δίαιτα — держать на строгой диете;
2) задерживать, удерживать (кого-что-л.);μη με κρατάς не задерживай меня; 3) сдерживать, удерживать;κρατώ τό θυμό μου — сдерживать свой гнев;
κρατώ την αναπνοή — задерживать дыхание;
κρατώ τα γέλια (τα ' κλάματα) — сдерживать, удерживать смех (плач);
4) удерживать, вычитать;μου κράτησε δέκα δραχμές он удержал с меня десять драхм; 5) поддерживать материально, содержать; 6) блюсти, соблюдать;κρατώ τα εθιμα — соблюдать обычай;
κρατώ μυστικό — хранить тайну;
κρατώ μυστικό κάτι — держать что-л, в секрете;
κρατώ τό λόγο μου (τον όρκο μου, τίς υποσχέσεις) — держать слово (клятву, обещания);
7) задерживать; держать под арестом;§ κρατώ σημειώσεις — делать заметки;
κρατώ ζέστη — держать, сохранять тепло, быть тёплым (об одежде);
κρατ πένθος — носить траур;
κρατώ τα πρωτεία — держать первенство;
κρατώ κάποιον στο χέρι — держать кого-либо в руках;
κρατώ κάποιον σε υποταγή — держать кого-л. в повиновении;
κρατώ τό ακροατήριο στα χέρια μου — держать аудиторию в руках, владеть аудиторией;
κρατώ τό οικογενειακό μου επίθετο — носить свою девичью фамилию;
από πού κρατάει η σκούφια του; — какого он происхождения?;
δεν μού κρατάει κακία — он на меня зла не держит, он на меня не зол;
τον κρατήσανε στη θέση του — его оставили, его не уволили;
κράτα! а) держи!; б) держись!, не сдавайся!;2. αμετ. 1) держаться, не сдаваться; 2) длиться, продолжаться; η παράσταση κράτησε δυό ώρες представление длилось два часа; 3) терпеть, переносить; быть выносливым;κρατώ στο κρύο — хорошо переносить холод;
4) сохраняться в хорошем состоянии;5) преобладать; быть распространённым;η
κρατούσα γνώμη — преобладающее мнение;1) — держаться (где-л., за что-л.);κρατιέμαι
κρατιέμαι στην επιφάνεια τού νερού — держаться на поверхности воды;
κρατιέμαι απ' το χέρι — держаться за руку;
2) сдерживаться, сдерживать себя;δεν κρατήθηκε он не сдержался;§ κρατιέμαι καλά — а) быть зажиточным, богатым; — б) быть бодрым, быть в хорошем физическом состоянии;
κρατιέμαι από μιά κλωστή — держаться на волоске;
κρατιέται ακόμα — он ещё держится
-
2 σημείωση
[-ις (-εως)] η1) обозначение; 2) см. σημείωμα;κρατώ σημείώσεις — делать заметки;
κρατώ σημείωση — брать на заметку;
λαμβάνω υπό σημείωσιν — обращать внимание
См. также в других словарях:
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατάω — / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κρατάω : η κλίση κατά το θεωρώ (βλ. πίν. 73 ) – κρατώ, είς, εί κτλ. – δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Η λόγια μτχ. κρατούντες χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (→ αυτοί που κυβερνούν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής